Δεν ήταν έκπληξη για μένα όταν φίλος στον οποίο είχα συστήσει γιατρό, είπε μετά την επίσκεψή τους «Έδειξε να ξέρει πολύ καλά το αντικείμενο του αλλά δεν θα ξαναπάμε. Κάναμε υπερπροσπάθεια για να του πάρουμε δυο λόγια παραπάνω και να μας εξηγήσει απλά. Λες και τα κρατούσε μέσα του για εκείνον». Καταλήξαμε σε κάποιον άλλον καλύτερο».
Το λεπτό σημείο στην σχέση γιατρού και ασθενούς
Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των επαγγελματιών στον ιατρικό κλάδο, διαμορφώνεται σε λεπτά σημεία στην επαφή με τους πελάτες τους. Αυτά τα σημεία εστιάζουν αφενός στη διαδικασία να λάβουν τις απαραίτητες πληροφορίες-ιστορικό για να διαγνώσουν ένα πρόβλημα αποτελεσματικά και να κατευθύνουν προς την κατάλληλη αγωγή και στην ανταπόκριση για την επίλυση, αφετέρου δε στο να μπορούν να διαμορφώσουν κλίμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας με τον πελάτη – ασθενή καθώς και με το περιβάλλον του. Σ’ αυτή την περίπτωση, απαιτούνται αυξημένα επίπεδα εν-συναίσθησης, και γνώσης σε θέματα προσέγγισης του ασθενούς και του περιβάλλοντός του.
Τόσο σε Αμερική όσο και στην Ευρώπη, συνεντεύξεις με γιατρούς και ασθενείς τους, αναφορικά στη διαδικασία της εξέτασης αποδεικνύουν ότι, ενώ ένα ποσοστό 80% των γιατρών πίστευαν ότι η επικοινωνία με τους ασθενείς τους ήταν ικανοποιητική, μόνο το 20% των ερωτηθέντων ασθενών τους το επιβεβαίωνε. Οι ασθενείς δίνουν προσοχή εξίσου στην ικανότητα των γιατρών να αναπτύσσουν ενσυναίσθηση «empathy”.
Η μελέτη των διακριτά αποτελεσματικών γιατρών / παραδειγμάτων
Πώς δηλαδή οι γιατροί να δείχνουν ότι στη μεταξύ τους σχέση, ότι κατανοούν το πώς μπορεί να αισθάνεται και να σκέφτεται, συναισθάνονται τι λέει και τι εννοεί ο ασθενής τους.
Η περιέργεια μιας διεπιστημονικής ομάδας ανθρώπων, από τους τομείς των μαθηματικών, της γλωσσολογίας, της ψυχολογίας, της ανθρωπολογίας, στο University of California, Santa Cruz, να προσπαθήσουν να καταλάβουν και να εντοπίσουν ποιά ήταν η λεπτομέρεια που έκανε τη διαφορά σε γιατρούς οι οποίοι επιτύγχαναν με συνέπεια εξαιρετικά αποτελέσματα στην δουλειά τους με τους ασθενείς τους , οδήγησε στον εντοπισμό λεπτομερειών που κάνουν τη διαφορά, καθώς και στην ανάπτυξη των Neuro Lingusitics, ενός από τα πλέον καινοτόμα συστήματα στη σφαίρα της μελέτης και της ποιοτικής προσέγγισης με το ανθρώπινο στοιχείο.
Κυρίαρχο ερώτημά τους ήταν “πώς σκέφτεται και πώς λειτουργεί” το μυαλό κάποιου όταν ενεργεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο (epistemology). Με γνώμονα αυτό το ερώτημα, ανέπτυξαν και επεξεργάστηκαν, έναν τρόπο να παρατηρήσουν, να καταγράψουν, να εντοπίσουν, να κωδικοποιήσουν (modeling) τον τρόπο που:
- σκέφτονται (internal processes) και
- συμπεριφέρονται / ενεργούν/προσεγγίζουν (external behavior)
αλλά και πετυχαίνουν με μεγαλύτερη ευχέρεια αυτό, που δεν μπορούν κάποιοι άλλοι.
Οι πρώτοι που μελετήθηκαν από τον ιατρικό κλάδο ήταν ο Milton Erickson, ψυχίατρος, Virginia Satir, ειδική στην οικογενειακή θεραπεία, Fritz Perls, εμπνευστής της θεωρίας Gestalt. Στη συνέχεια η μελέτη αυτή επεκτάθηκε και σε άλλες εξειδικεύσεις καθώς και επαγγελματικούς κλάδους. Οι πρακτικές που υιοθετούσαν, παρατηρήθηκε ότι είχαν κοινά στοιχεία και ιδιότητες τις οποίες κατάφεραν να συλλέξουν, να απομονώσουν και έτσι, να διατυπώσουν θεμελιώδεις αρχές και να συνθέσουν προσεγγίσεις και τεχνικές.
Στόχος σε αυτή τη σειρά άρθρων είναι η παρουσίαση των λεπτομερειών που επικεντρώνονται στα «πιστεύω» τους και στις αρχές που διακατείχαν την συλλογιστική τους την ώρα που έρχονταν σε επαφή με τους πελάτες ασθενείς τους και οι οποίες προδιέγραφαν τη στάση τους, διαμόρφωναν τις ενέργειες και συμπεριφορές τους στην επικοινωνία μαζί τους.
Ο ανθρώπινος νους διαθέτει ένα μηχανισμό εντοπισμού απειλής ή κακοτοπιάς
Όλα έχουν τις ρίζες τους σε κάποιο “καλό” σημείο…
Ακόμη κι αν μια συμπεριφορά είναι ακατανόητη ή δείχνει εκ πρώτης κατακριτέα ή κακή, οι ρίζες της γραπώνονται σε μία συμβατή -προς τους στόχους, τις ανησυχίες και τις επιδιώξεις του συγκεκριμένου ατόμου- πρόθεση.
Η βάση αυτής της αρχής βρίσκεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι «meaning making» όντα. Δηλαδή, χρειάζεται να έχουν ένα λόγο για τον οποίο να κάνουν κάποια πράγματα.
Ένας από τους κανόνες επιβίωσης είναι η προβολή αντίστασης η οποία ισχύει αρχετυπικά. Στην εποχή των σπηλαίων, στην αγωνία του να προστατευτεί ο άνθρωπος προετοιμαζόταν για το χειρότερο. Αν, για παράδειγμα, βρισκόταν μπροστά από μια σπηλιά με άλλους και έπρεπε να την εξερευνήσουν να δουν τι υπάρχει, τι δεν υπάρχει, αν μπορούν να εγκατασταθούν, και του ζητούσε η παρέα να πάει να δει τι γίνεται στη σπηλιά, η πρώτη πιο φυσιολογική αντίδραση θα ήταν η προβολή αντίστασης. « Για ποιό λόγο ζητούν από μένα αυτό;» « Τι μπορεί να συμβεί;» « τι καλούμαι να αντιμετωπίσω;» Σ’ αυτή τη διαδικασία αντίστασης πρωτοστατεί η λειτουργία της αμυγδαλής – μια συστάδα νευρικών κυττάρων σε σχήμα αμυγδάλου – που βρίσκεται στον πρωτόγονο εγκέφαλο στην προέκταση του νωτιαίου μυελού και είναι υπεύθυνη για τις ενστικτώδεις λειτουργίες. Παίζει σημαντικό ρόλο στη μνήμη (σε συνδυασμό με τον ιππόκαμπο), στη λήψη αποφάσεων και στις συναισθηματικές αντιδράσεις, όπως αυτή του φόβου του αγνώστου, με σκοπό την ταχεία αντίληψη, αντίδραση, και διαχείριση. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου ενεργοποιείται και αναλαμβάνει να φέρει στο προσκήνιο πολύ γρήγορα βασικά ερωτήματα ως μια αυτόματη αντίδραση στην αξιολόγηση πιθανών κινδύνων όπως για παράδειγμα, το να υπάρχει κρυμμένο ένα θηρίο και να τον κατασπαράξει. Αν το καλοεξετάσουμε όμως, αυτός ο δισταγμός μπορεί επίσης να σήμαινε μια χαμένη ευκαιρία για τον άνθρωπο αυτό, δηλαδή να τραφεί η οικογένειά του για έναν μήνα αν κατάφερνε να εντοπίσει και να σκοτώσει το θηρίο. Αν δεν υπήρχε αυτή η αντίσταση σε ό,τι μας έλεγαν θα λέγαμε τυφλά «ναι» και θα είχαμε αφανιστεί.
Η δύναμη του γιατί και του διότι
Τι σημαίνουν αυτά στην πράξη και στην καθημερινότητα;
Ο άνθρωπος προκειμένου να αντεπεξέλθει, ζυγίζει τι συμβαίνει, αν συνάδει με τις δικές του αναζητήσεις και ανάγκες, αν βολεύει, συμφέρει και εξυπηρετεί, και έχει αναπτύξει μια ενστικτώδη δυνατότητα να ψάχνει και να ανιχνεύει «κακοτοπιά». Ετσι ασυναίσθητα -και υποσυνείδητα πολλές φορές- αξιολογεί το κατά πόσο οι διαθέσεις της άλλης πλευράς είναι και προς όφελος δικό του ή όχι.
Με αυτή τη συλλογιστική δεν υπάρχει τίποτα το αυτονόητο ούτε το προφανές.
Η αιτιολόγηση βοηθά στο κλίμα συνεργασίας επικοινωνίας
- Να ενημερώσουμε τη σημαντικότητα κάποιων πραγμάτων,
- Να στηρίξουμε θέσεις παρέχοντας αδιάσειστη τεκμηρίωση
- Να υπενθυμίσουμε και να αναγνωρίσουμε το λόγο των «θέλω» και των «πρέπει».
- Να αιτιολογήσουμε το σκοπό των προτεινόμενων ενεργειών
Η διαδικασία για να αιτιολογήσουμε και να τεκμηριώσουμε προβλέπει μια μικρή λέξη μεν πανίσχυρη δε: «Διότι».
“Tα όρια ενώς ανθρώπου, καθορίζονται από τα όρια της γλώσσας του” Λούντβιχ Βίτγκενστάιν
Αλεξάνδρα Ευθυμιάδου PhD
Neuro Linguistics
NLP University, California, Santa Cruz.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για τις εφαρμογές του συστήματος NLP στον τομέα της Υγείας, εδώ